- ὀλιγουπνία
- ὀλιγουπνίᾱ , ὀλιγουπνίαlittlefem nom/voc/acc dualὀλιγουπνίᾱ , ὀλιγουπνίαlittlefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀλιγουπνίαν — ὀλιγουπνίᾱν , ὀλιγουπνία little fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγοϋπνία — η (Α ὀλιγοϋπνία) [ολιγόυπνος] λίγος, σύντομος ύπνος νεοελλ. φυσική διάθεση για λίγο ύπνο … Dictionary of Greek